Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ

 Πόσες φορές στην ζωή μας δεν εχουμε πει "εγω αυτό δεν θα το έκανα ποτέ...." και έρχεται μια στιγμή που επαληθεύεται  αυτό που λέει ο λαός μας....ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΛΕΣ ΠΟΤΕ!..... ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΊΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΏΠΙΝΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΞΕΦΥΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ
                                                              -------------------------
              Η πτήση από Λονδίνο θα προσγειωνόταν σε είκοσι λεπτά. Ο Χάρης είχε ξαπλώσει στο κάθισμά του ακούγοντας μουσική από το μικρό walkman που κρατούσε στα χέρια του .
       Αποφάσισε να επιστρέψει χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν  από την τρελλοπαρέα , ήθελε να τους κάνει έκπληξη. Ήταν η πρώτη του χρονιά στο πανεπιστήμιο και έλειπε ήδη έξι μήνες. Στο τηλέφωνο μιλούσε σχεδόν καθημερινά με όλους, τον Χρήστο, την Νίκη, τον Σάκη, τον Τζώρτζη,  την Νάντια.
       Η Νάντια ήταν η κοπέλα του , τέσσερα χρόνια ήταν μαζί. Από τους πρώτους μήνες της γνωριμίας τους, είδαν πως ταίριαζαν απόλυτα οι ιδέες τους , οι απόψεις τους, τα όνειρά τους. Έτσι αποφάσισαν, νοικιάζοντας ένα μικρό διαμερισματάκι ,να συζήσουν .Εκείνη σπούδαζε Νομική .Είχε έρθει από κάποιο νησί. Ήταν δυναμική, ανεξάρτητη και αποφασιστική, ήξερε τι ήθελε και πώς να  πετύχει τους στόχους της. Η οικογένειά της έχοντας κάποια οικονομική άνεση ,της παρείχε τα πάντα. Ο Χάρης ένιωθε ότι ο χαρακτήρας της τον συμπλήρωνε , του έδιωχνε τις ανασφάλειες που κουβαλούσε . τον βοήθησε να φτάσει γρήγορα στο πτυχίο και ήταν εκείνη που τον έσπρωξε να φύγει στο Λονδίνο για μεταπτυχιακά . Η σχέση τους ήταν σταθερή και ήρεμη.
     Η Νίκη ήταν η κολλητή της , πολύ πιο όμορφη από αυτήν. Όμως η έντονη προσωπικότητα της Νάντιας επισκίαζε την ομορφιά της Νίκης. Η Νάντια ήταν πάντα το επίκεντρο στην παρέα. Είχαν γνωριστεί στο Πανεπιστήμιο και ήταν μαζί από τον πρώτο χρόνο . Τα περισσότερα βράδια έμενε μαζί τους όταν περνούσε η ώρα πότε με συζήτηση , πότε βλέποντας ταινίες  .Ο Χάρης την φώναζε κουμπαρούλα μια και το είχε ξεκαθαρίσει ότι αυτή θα τους πάντρευε .
     Ο Χρήστος ήταν παιδικός φίλος του Χάρη .Είχαν μαζί  μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά , μαζί στο σχολείο , στις σκανταλιές, στα πρώτα τους φλερτ. Εξομολογούσαν πάντα ο ένας στον άλλον τις ανησυχίες τους , τα σχέδια τους, τους έρωτες τους .
   Ο Σάκης και ο Τζώρτζης ήταν συμφοιτητές του Χάρη . Ο Σάκης πάντα με το αστείρευτο χιούμορ του ήταν η ψυχή της παρέας και ο Τζώρτζη την κιθάρα του δεν άφηνε ποτέ την μοναξιά ή την πλήξη να φωλιάσει  στην συντροφιά τους. Είχαν δέσει όλοι τόσο πολύ που ένας
 ύπνος μόνο τους χώριζε.

  Όταν έφυγε ο Χάρης τον συνόδευσαν όλοι μαζί στο αεροδρόμιο .
-Κοίτα ρε, να προσέχεις τα Αγγλάκια είναι επικίνδυνα. Μη γυρίσεις πίσω με καμιά φούστα ! τον πείραζε ο Σάκης λικνίζοντας το κορμί του.
-Τη γυναίκα μου και τα μάτια σας, να μου την προσέχετε, τους έλεγε ο Χάρης ,σφίγγοντας στην αγκαλιά του την Νάντια, σας καθιστώ υπεύθυνους αν κάτι συμβεί.


                                               *   *   *
« Προσδεθείτε, σε λίγα λεπτά προσγειωνόμαστε στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος»  Ο Χάρης ήταν γεμάτος χαρά και ανυπομονούσε να φτάσει στο σπίτι ,στη Νάντια του . Άραγε θα ήταν εκεί ή θα είχε βγει έξω με τα παιδιά.
« αν δεν είναι» σκεφτόταν «θα μπω θα κάνω ένα ντουζάκι, θα ξαπλώσω και θα την περιμένω με σβηστά τα φώτα»
   Περιμένοντας τις αποσκευές του έριξε μια ματιά στο ρολόι του , 11.30΄
    «Περασμένα μεσάνυχτα θα φτάσω» σκέφτηκε «καλύτερα».!! Δεν έβλεπε την ώρα να σφίξει στην αγκαλιά του την Νάντια, του έλειψε τόσο πολύ… Είχαν σχεδιάσει να πήγαινε να τον δει στο Λονδίνο , όμως αμέσως μετά την αναχώρηση του, έπιασε δουλεία σε ένα δικηγορικό γραφείο ως ασκούμενη και έτσι το ταξίδι της ματαιώθηκε.
  Πήρε ένα ταξί και σε είκοσι λεπτά ήταν έξω από το σπίτι. Έβαλε το κλειδί στη πόρτα και άνοιξε σιγά- σιγά ,αν ήταν μέσα, ήθελε να βρεθεί μπροστά της ξαφνικά. Το διαμέρισμα ήταν μισοσκότεινο . Πατώντας στις μύτες των ποδιών του, προχώρησε στο μικρό σαλονάκι .Δύο φιγούρες ήταν αγκαλιασμένες στον καναπέ. Το αίμα του πάγωσε, για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε ακίνητος μη μπορώντας να πιστέψει ότι έβλεπε. Η Νάντια και ο Τζώρτζης …..
Όχι ! Δεν ήταν δυνατόν! Γύρισε και έφυγε το ίδιο αθόρυβα . Ήταν ζαλισμένος από το σοκ που έπαθε . Κάθισε στα σκαλιά της εισόδου και άναψε ένα τσιγάρο.
« Όχι δεν το πιστεύω» μονολογούσε .
Το στομάχι του είχε γίνει ένας κόμπος, ένιωθε ότι θα ξεράσει.
« Γιατί ρε γαμώτο! Γιατί!»
Σηκώθηκε πέταξε το τσιγάρο και πήρε το δρόμο μη ξέροντας που πήγαινε . Μπροστά στα μάτια του οι δυο φιγούρες, του Τζώρτζη  και της Νάντιας . Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό και κάλεσε τον Χρήστο
« η κλήση σας προωθείται»
«Με γκόμενα θα’ ναι» σκέφτηκε .
Περπατώντας έφτασε στο σπίτι της Νίκης, χωρίς να διστάσει χτύπησε το κουδούνι. Εκείνη τρόμαξε μόλις τον είδε ,ανοίγοντας την πόρτα.
-         Χάρη ! ψέλλισε , τι σου συμβαίνει?
   Ο Χάρης πέρασε μέσα και σαν μεθυσμένος παραπατώντας έπεσε  στον καναπέ. Η Νίκη τον ακολούθησε έκπληκτη.
-Βάλε μου ένα ουίσκι σε παρακαλώ, και κάθισε δίπλα μου. Μάλλον φέρε το μπουκάλι και ένα ποτήρι για σένα σίγουρα θα σου χρειαστεί.
  Η Νίκη έκανε ότι της είπε και κάθισε δίπλα του.
-Τι συμβαίνει Χάρη ? ξαναρώτησε γεμίζοντας τα ποτήρια.
-Με πρόδωσαν τα κωλόπαιδα.
-Τι λες για ποιους μιλάς ?ρώτησε με απορία .
-Για την κολλητή σου και τον Τζώρτζη λέω . Εσύ δεν ξέρεις τίποτα?
-Χάρη σύνελθε τι βλακείες είναι αυτές . Η Νάντια σε λατρεύει , όλον αυτό τον καιρό έχουμε βαρεθεί να την ακούμε να μιλάει για σένα .
-Τους είδα με τα μάτια μου μέσα στο ίδιο μας το σπίτι ,είπε σχεδόν ουρλιάζοντας , προσπαθώντας  με το ζόρι να κρατήσει τα δάκρυα που είχαν ανέβει στα μάτια του.
      Η Νίκη είχε πέσει από τα σύννεφα ,δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που της έλεγε. Αν έτρεχε κάτι με τον Τζώρτζη, η Νάντια θα της το είχε πει δεν είχαν μυστικά μεταξύ τους. Κατέβασε μονορούφι το ποτό της ξαναγεμίζοντας πάλι το ποτήρι της
    - Ξέρω ότι θα έβγαιναν σήμερα το βράδυ για κανένα ποτάκι , μάλιστα ήταν να πάω κι εγώ μαζί τους , όμως το ακύρωσα γιατί αύριο έχω δικαστήριο το πρωί . Ο Σάκης και ο Χρήστος είχαν ραντεβού .
   Άπλωσε το χέρι της και του χάιδεψε τα μαλλιά
-Ίσως είναι μια παρεξήγηση , ένα λάθος. Σήκω να σου στρώσω εδώ στον καναπέ να κοιμηθείς και αύριο τα λέμε. Θα ξεκαθαρίσει το τοπίο, άντε γιατί αν δεν το κατάλαβες, είσαι τύφλα ,ήπιες σχεδόν όλο το μπουκάλι .
     Ο Χάρης έγειρε και ακούμπησε το κεφάλι του επάνω στο στήθος της ,μετά άρχισε να την φιλάει στο λαιμό.
-Χάρη μη! Τι κάνεις! Οι αντιστάσεις της Νίκης ήταν μειωμένες. Ο Χάρης συνέχισε να την φιλάει και να την χαϊδεύει . Το άρωμά της ήταν μεθυστικό . Τόσο καιρό στο Λονδίνο ούτε που σκέφτηκε ποτέ άλλη γυναίκα, το μυαλό του ήταν συνέχεια στην Νάντια. Η Νίκη άφησε τον εαυτό της ελεύθερο στα χάδια του και χάθηκε στην αγκαλιά του.

 Το πρωί ο Χάρης σηκώθηκε πρώτος. Πήγε στο μπάνιο κι έριξε νερό στο πρόσωπό του ένιωθε το κεφάλι του βαρύ ήταν ακόμα ζαλισμένος από το ποτό. Έριξε μια ματιά στη Νίκη , κοιμόταν γυμνή.
« Τι έκανα ! σκέφτηκε, γιατί?!…
 Ντύθηκε και περπατώντας στις μύτες των ποδιών του άνοιξε την πόρτα. Το Ανοιξιάτικο αεράκι τον χάιδεψε στο πρόσωπο και τον έκανε να νιώσει καλύτερα . Περπατώντας είδε ένα καφενείο που μόλις είχε ανοίξει . Μπήκε και ζήτησε ένα διπλό καφέ. Στο μυαλό του τριγύριζαν τα γεγονότα της χτεσινής νύχτας
 « Μια στιγμή αδυναμίας ήταν», σκέφτηκε. Την Νίκη ποτέ δεν την είχε δει με άλλο μάτι, μπορεί να ήταν η όμορφη, η κουκλάρα της παρέας μα πάνω απ όλα ήταν η καλή τους φίλη. Ένιωθε τύψεις για ότι έγινε, νόμιζε ότι τα έζησε όλα μέσα σε ένα όνειρο.
Ο καφετζής τον κοίταζε περίεργα , Είχαν περάσει σχεδόν δύο ώρες  που  καρφωμένος με τα μάτια στο κενό, άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
- Ντέρτια φιλαράκο ? του είπε πλησιάζοντάς τον. Είσαι μικρός ακόμα. Μάθε να παίρνεις τη ζωή όπως έρχεται, την ιστορία μας την γράφουμε εμείς….Σκούπισε το τραπέζι, πήρε το άδειο φλιτζάνι και γύρισε στο πόστο του.
  Ο Χάρης πετάχτηκε επάνω σαν ελατήριο οι τελευταίες λέξεις του καφετζή του άναψαν ένα φως.
-Όπα !!! είπε. Σ’ ευχαριστώ φίλε. Τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη, πλήρωσε τον καφέ του και βγήκε έξω . Περπατώντας πήρε τηλέφωνο την Νάντια στο κινητό..
-Έλα κοριτσάκι ,καλημέρα, σου’ ρχομαι….Μόλις πάτησα Ελλάδα!
-Αγάπη μου! φώναξε χαρούμενα η Νάντια . Σε περιμένω και σ’ αγαπώ πολύ!!!
Αμέσως μετά πήρε τηλέφωνο την Νίκη. Από την φωνή της κατάλαβε,  ότι κοιμόταν ακόμα.
-Νίκη άκου, δεν με είδες , δεν με άκουσες, ήρθα σήμερα από Λονδίνο . Κατάλαβες? Οι στιγμές αδυναμίας μας δεν πρέπει να γκρεμίσουν την φιλία που χτίζαμε τόσα χρόνια . Η παρέα πρέπει να μείνει ενωμένη. Ας ξεχάσουμε ότι έγινε, θέλω να με συγχωρέσεις και να είναι όλα όπως πρώτα .
-Okay! Να ξέρεις ότι η Νάντια σε λατρεύει, κι εγώ θα είμαι πάντα η κουμπαρούλα σας.
Σας αγαπώ !
.
                                                 * * *
        Ο Χάρης αποφάσισε να μην μιλήσει ποτέ στη Νάντια για ότι είδε, για τον εφιάλτη που έζησε, θα άφηνε τον χρόνο να δείξει αν ήταν και για κείνη… μια στιγμή αδυναμίας…..


                                           Τ  Ε  Λ  Ο  Σ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πειραιάς δεκαετία 50-60 (αναμνήσεις)

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.             Σήμερα ξέθαψα την φτώχεια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60. Πασαλιμάνι, βόλτα στην παραλία!!!             Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.             Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες  σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά  με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού»              Ο δρόμος μου, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

    ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ….. Η Όλγα άνοιξε το κινητό της πάτησε το πλήκτρο ΜΗΝΥΜΑΤΑ και άρχισε να σχηματίζει τις λέξεις  « 0 ΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ…. » αποφασιστικά έκλεισε πάλι το καπάκι. - Όχι ! είπε, δεν μπορώ, σαν να μιλούσε σε κάποιον.  Και πραγματικά μιλούσε. Η μάλλον παραμιλούσε δέκα ημέρες τώρα με τον εαυτό της, με την συνείδησή της, με το παρελθόν της… To όνειρο…, αχ! αυτό το όνειρο είχε αναστατώσει την ζωή της, είχε ταράξει την ψυχική της ισορροπία. Πόσα χρόνια αλήθεια πίσω, την είχε γυρίσει …Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Τριάντα πέντε χρόνια.!   Ήταν μαθήτρια εκείνη την εποχή στην Τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η Όλγα είχε συνηθίσει στις συνεχείς μετακινήσεις από μικρό παιδί. Στο δημοτικό σχολείο, τις πρώτες τρεις τάξεις ήταν στην Λάρισα. Όταν ήρθε η μετάθεση του  αναγκάστηκε να αφήσει την γειτονιά της, το σπίτι της, τις συνήθειές της, κάθε τι που είχε αγαπήσει, να αποχωριστεί τις φίλες της. Έκλαψε, πληγώθηκε, υποσχέθηκαν να αλληλογρα

Η ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                                 ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ     Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.    Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της  την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκεί